εξαρμάτωμα

εξαρμάτωμα
και ξαρμάτωμα το [εξαμαρτώνω]
1. η βίαιη αφαίρεση τού οπλισμού από κάποιον, αφοπλισμός
2. (για πλοίο) παροπλισμός
3. συνεκδ. η προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τού οπλισμού του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”